πρᾶσιν

πρᾶσιν
πρᾶσις
sale
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • невластьнъ — (1*) пр. Не подлежащий чему л.: никакоже промысла творити селомъ. и никако(ж) мѣста того кнѧзе(м) ѿдати. но клири(к)мъ или дѣлателемъ. аще ли кознью злою примѹть ѿ клирика ли ѿ дѣлателѧ. ѿиметь кнѧзь село. и тако невластьно на проданье. но вдати… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • SERVI — vetustum nomen, et a Noahi usque temporibus deductum, sacra Biblia testantur, Gen. c. 9. v. 25. Maledictus Chanaan, servus servorum erit, fratribus suis. Quod expressit eleganter Alcimus Avitus l. 4. Primum inde repertium Servitii nomen: cuncti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THESEUS — I. THESEUS Historicus Illustrium virorum vitas consignavit libris 5. suid. in Lex. Stob. de Fortitud. Item Corinthiacorum libros 3. Suidas et Etymologus. Etiam Thesei escriptis nattartiunculam adfert Stobaeus, Serm. de Fortit. II. THESEUS Iunior …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VENALIS — de mancipio venali κατ᾿ ἐξοχην` sumitur: Grex venalium, Plaut. Aulul. Actu 3. Sc. 3. v. 4. Cistellar. Actu 2. Sc. 2. v. 67. Rudente, Actu 2. sc. 7. v. 26. Venales illic ductitavit quisquis est: non est misericors. Idem in Trinummo, Actu 2. sc. 2 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • υπέρκειμαι — ὑπέρκειμαι ΝΜΑ [κεῑμαι] βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ. γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι …   Dictionary of Greek

  • ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • επίθημα — το, ατος 1. κάλυμμα, σκέπασμα, καπάκι. 2. αναποδογυρισμένη κόλουρη πυραμίδα, τοποθετημένη πάνω στα κιονόκρανα των παλαιοχριστιανικών ναών. 3. (γραμμ.), μονοσύλλαβη ή πολυσύλλαβη κατάληξη που μπαίνει στο τέλος του θέματος των λέξεων για σχηματισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”